Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ακόμα και αν

  • 1 ακόμα

    ακόμη επίρρ.
    1) ещё, пока;

    όχι ακόμα — ещё нет, ποκέ — нет;

    δεν είναι ακόμα καιρός — ещё не время;

    ακόμα είναι νωρίς — ещё рано;

    2) ещё (вдобавок);

    ακόμα καλύτερα — ещё лучше;

    ακόμα μιά φορά — ещё раз;

    ακόμα καί — даже;

    καί άν ακόμα — если (бы) даже;

    ακόμα καί τώρα — даже сейчас;

    ακόμα κι· αυτός ήρθε — даже он пришёл;

    § γέρασες κι' ακόμα μυαλό δεν έβαλες — до старости дожил, а ума не нажил

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ακόμα

  • 2 Άκου πολύ, μίλα λίγο, πίστευε ακόμα λιγότερα

    – Άκου πολύ, μίλα λίγο, πίστευε ακόμα λιγότερα
    – Όσο λιγότερο μιλάς, τόσο πολύ ακούς
    – Πολλά ν' ακούς, λίγα να λες
    Живи всяк своим умом
    Говори мало, слушай много, а думай еще больше
    Говори меньше – умнее будешь
    Умный молчит, когда дурак ворчит
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άκου πολύ, μίλα λίγο, πίστευε ακόμα λιγότερα

  • 3 Λέγε λίγο με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου

    – Άκου πολύ, μίλα λίγο, πίστευε ακόμα λιγότερα
    – Όσο λιγότερο μιλάς, τόσο πολύ ακούς
    – Πολλά ν' ακούς, λίγα να λες
    Живи всяк своим умом
    Говори мало, слушай много, а думай еще больше
    Говори меньше – умнее будешь
    Умный молчит, когда дурак ворчит
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λέγε λίγο με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου

  • 4 bile

    ακόμα και, ακόμα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > bile

  • 5 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 6 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 7 хоть

    хоть
    1. союз (даже, если, несмотря на то, что) ἄν καί, μολονότι, ἔστω καί, ἀκόμα καί:
    \хоть и поздно, я все же приду́ ἄν καί εἶναι ἀργά θά ἔρθω· \хоть видит о́ко, да зуб неймет посл. δέν εἶναι γιά τά δόντια μας·
    2. союз (можно, впору):
    \хоть отбавляй δσο θέλεις· \хоть умри δτι καί νά κάνεις· темно́, \хоть глаз выколи εἶναι σκοτάδι πίσσα· \хоть убей не помню μού εἶναι ἀδύνατο νά θυμηθώ·
    3. частица (даже) ἀκόμα καί, ἔστω καί:
    \хоть сеи́час ἄν θέλεις καί τώρα ἀκόμά вы можете остаться здесь \хоть на месяц μπορείτε νά μείνετε ἐδῶ ἀκόμα καί ἕνα μήνα·
    4. частица (по крайней мере) τουλαχιστο[ν]:
    вы бы \хоть о других подумали δέν σκεφθήκατε τουλάχιστον τους ἄλλους· 5.:
    \хоть бы τουλάχιστο νά...· \хоть бы он пришел поскорей! ἄς ἐρχότανε τουλάχιστο γρη-γορώτερα!· \хоть бы лето пришло поскорее νά ἐρχόντανε τουλάχιστο γρήγορα τό καλοκαίρι· он парень \хоть куда! εἶναι παιδί ἀπ' τά λίγα!

    Русско-новогреческий словарь > хоть

  • 8 даже

    даже ακόμα και, ως και я \даже не подумал ούτε καν το σκέφτηκα если \даже και αν ακόμα
    * * *
    ακόμα και, ως και

    я да́же не поду́мал — ούτε καν το σκέφτηκα

    е́сли да́же — και αν ακόμα

    Русско-греческий словарь > даже

  • 9 ещё

    ещё в разн. знач. ακόμα, ακόμη \ещё раз άλλη μια φορά мы \ещё успеем... έχουμε καιρό ακόμη... я \ещё не готов δεν είμαι ακόμα έτοιμος \ещё нет όχι ακόμα \ещё вчера ακόμα και χτες дайте мне \ещё δώστε μου ακόμη ◇ \ещё бы! βέβαια!., αυτό έλειπε!
    * * *
    в разн. знач.
    ακόμα, ακόμη

    мы ещё успе́ем... — έχουμε καιρό ακόμη…

    я ещё не гото́в — δεν είμαι ακόμα έτοιμος

    ещё вчера́ — ακόμα και χτες

    да́йте мне ещё — δώστε μου ακόμη

    ••

    ещё бы! — βέβαια!, αυτό έλειπε!

    Русско-греческий словарь > ещё

  • 10 даже

    (μόριο, επιτακτικό) κι ακόμα, κιόλας, επιπρόσθετα, επί πλέον•

    он потерял все свое состояние и даже жизнь αυτός έχασε όλη την περιουοία του, ακόμα και τη ζωή του•

    он любит даже своих врагов αυτός αγαπά ακόμα και τους εχθρούς του.

    Большой русско-греческий словарь > даже

  • 11 и

    и
    1. союз (соединительный) καί:
    брат и сестра ἀδελφός κι ἀδελφή· дверь открылась и вошла жеищииа ἀνοιξε ἡ πόρτα καί μπήκε μιά γυναίκα·
    2. союз (усилительный) καί:
    и ты ей поверила! καί σύ τήν πίστεψες!· и сам не рад καί γώ τό μετάνοιωσα·
    3. союз (уступительный) μά, ὀμως:
    и рад бы поехать, да времени нет εὐχαρίστως θά πήγαινα μά δέν ἔχω καιρὅ
    4. (в смысле «также») καί:
    и я хочу́ пойти καί ἐγώ θέλω νά πάω·
    5. (в смысле чдаже») καί, ἀκόμα καί:
    это и я могу́ сделать αὐτό τό κάνω κι ἐγώ· не могу́ и поду́мать ὁδτε νά τό σκεφτώ μπορώ·
    6. (в смысле «.именно») ἀκριβῶς καί:
    э́то о вас и говорят γιά σάς ἀκριβῶς μιλᾶνε·
    7. и... и... (при повторении) καί... καί:
    и я и сестра καί γώ καί ἡ ἀδελφή· μου· и то и другое καί τό ἕνα καί τό ιϊλλο· ◊ и так далее καί ὁΰτω καθεξής· и тому подобное καί τά λοιπά (сокр. κ.λ.π.)· и прочее καί λοιπά.

    Русско-новогреческий словарь > и

  • 12 если

    если αν, εάν" \если хотите αν θέλετε \если только αν όμως \если даже ακόμα και αν
    * * *
    αν, εάν

    е́сли хоти́те — αν θέλετε

    е́сли то́лько — αν όμως

    е́сли да́же — ακόμα και αν

    Русско-греческий словарь > если

  • 13 вот-вот

    επίρ.
    τώρα, αυτή τη στιγμή, λίγο ακόμα και, παρ’ ολίγο•

    вот-вот упадет να.τώρα (λίγο ακόμα και) θα πέσει.

    Большой русско-греческий словарь > вот-вот

  • 14 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 15 лень

    θ.
    1. τεμπελιά, οκνηρία, οκνιά, ραθυμία, βαριεμάρσ.• νωθρότητα•

    лень его обуяла τον έπιασε η τεμπελιά.

    2. με σημ. κατηγ. βαριέμαι, οκνεύω, τεμπελιάζω•

    лень ему руку поднимать βαριέτοι ακόμα και το χέρι να σηκώσει•

    ему лень говорить βαριέται ακόμα και να μιλά.

    εκφρ.
    все кому не лень – όλοι όποιος δεν τεμπελιάζει•
    не лень тебе (делать) – αν δεν βαριέσαι (να κάνεις).

    Большой русско-греческий словарь > лень

  • 16 сам

    сама, само (οριστική αντωνυμία).
    1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•

    вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•

    сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•

    других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•

    -а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.

    2. μόνος, εξ ιδίων•

    слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),

    3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•

    сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.

    4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•

    приехал ο τρανός ήρθε.

    5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•

    он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).

    εκφρ.
    -а, -о собой – άθελα, ακούσια•
    глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•
    - о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•
    сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•
    сам себе голова (хозяин, господинκ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•
    сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο.

    Большой русско-греческий словарь > сам

  • 17 пере...

    (πρόθεμα)• Χρησιμοποείται για το σχματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας ή κίνησης από το ένα μέρος στο άλλο π.χ. перебежать, передвинуть, пересесть, перейти.
    2. επανάλειψη της ενέργειας εκ νέου ή κατ άλλον τρόπο: переделать, перекроить.
    3. υπέρμετρη ενέργεια, ακόμα και μέχρι άσχημα αποτελέσματα: переварить, передержать, перехвалить, пережечь.
    4. επαύξηση της ενέργειας: перекричать, переспорить.
    5. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα και με ένταση: переловить, перестрелять, перемокнуть.
    6. χώρισμα σε δυό ή και περισσότερα μέρη: перегородить, переломить, перепилить.
    7. αλλαγή κατεύθυνσης της ενέργειας: передать, переслать, передоверить.
    8. κάλυψη ορισμένου χρόνου: перезимовать, переночевать, переждать.
    9. μετατροπή, μεταβολή πέρασμα από μιά κατάσταση σε άλλη: пережечь (дрова в уголь) καίω τα ξύλα, ώσπου να γίνουν κάρβουνα.
    10. ενέργεια μικρής διάρκειας ή βραχύχρονης επανάλειψης: передохнуть, перекурить, перекусить.
    11. με την κατάληξη «-ся»: αλληλο... переглядываться, переписываться.

    Большой русско-греческий словарь > пере...

  • 18 хоть

    [χότ*] σύνδ. αν και, μολονότι, έστω και, ακόμα και

    Русско-греческий новый словарь > хоть

  • 19 хоть

    [χότ'] σύνδ αν και, μολονότι, έστω και, ακόμα και

    Русско-эллинский словарь > хоть

  • 20 то

    то 1
    σύνδ. πότε, μια•

    то на право, то налево πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά•

    то тут, то там μια εδώ, μια εκεί•

    она то плакала то смеялась αυτή πότε έκλαιγε, πότε γελούσε.

    || με τα μόρια•

    не, или σημαίνει κάτι αμφίβολο, ακαθάριστο• σαν•

    не то снег, не то дождь σαν χιόνι, σαν βροχή.

    εκφρ.
    а тоβλ. а2• а то нет βλ. нет• не то αλλιώς, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση• (да) и то και μόνο, κι ακόμα, και επιπλέον•
    вино подавали за ужином, и то по рюмочке – κρασί προσέφερναν μετά το δείπνο, όμως μόμο ένα ποτηράκι.
    то 2
    βλ. тот.
    то 3
    (μόριο επιτακ. στην αρχή της κύριας πρότασης)• τότε•

    если так, то я не согласен άν είναι έτσι, τότε εγώ δε συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > то

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • Δάφνις και Χλόη — Βουκολικό μυθιστόρημα που πιθανολογείται ότι γράφτηκε τον 2οαι. ή κατά άλλους τον 4ο ή 5ο αι. Αποτελείται από τέσσερα βιβλία και αποδίδεται στον Λόγγο (βλ. λ.). Η υπόθεση διαδραματίζεται σε παραλία της Λέσβου, όπου οι βοσκοί Λάμων και Δρύας… …   Dictionary of Greek

  • Βορείων και Νοτίων, πόλεμος ή Χωριστικός πόλεμος — (Secession War). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865. Το 1860 περίπου το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της… …   Dictionary of Greek

  • Λιμιέρ, Λουί Ζαν και Ογκίστ Μαρί — (Louis Jean Lumière, Μπεζανσόν 1864 – Μπαντόλ Βαρ 1948· August Marie Lumière, Μπεζανσόν 1862 – Λιόν 1954). Εφευρέτες και πρωτοπόροι του γαλλικού κινηματογράφου. Στους αδελφούς Λ. οφείλεται η ανακάλυψη της συσκευής με την ονομασία κινηματογράφος… …   Dictionary of Greek

  • Ντάλε Μαζένιε, Γιακομπέλο και Πιερ Πάολο — (Jacobello e Pier Paolo Dalle Masegne, 14ος αι.). Ιταλοί γλύπτες. Οι μεγαλύτεροι γλύπτες της Βενετίας του 14ου αι. Πληροφορίες γι’ αυτούς υπάρχουν από το 1383 έως το 1409. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη οι δύο αδελφοί υπέγραφαν από κοινού τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»